καγχαστής
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A loud laugher, Phryn.PSp.78B., Poll.6.29.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, der laut, ausgelassen lacht, Poll. 6, 29; nach Phryn. in B. A. 45, 16 der über grobe Possen lacht.
Greek (Liddell-Scott)
καγχαστής: -οῦ, ὁ, ὁ καγχάζων, ἠχηρῶς γελῶν, Α. Β. 45, Πολυδ. Ζ΄, 29.
Greek Monolingual
ο (Α καγχαστής) καγχάζω
αυτός που καγχάζει, αυτός που γελά ηχηρά και χλευαστικά.