κάλυψις
From LSJ
Οὐδεὶς μετ' ὀργῆς ἀσφαλῶς βουλεύεται → Consilia sunt intuta, quibus ira adsidet → Im Zorn fasst keiner ungefährdet einen Plan
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, A covering, Sch.Ar.Pl.22 (pl.), Hsch. s.v. στρέφωσις.
German (Pape)
[Seite 1315] ἡ, das Verhüllen, Verbergen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κάλυψις: -εως, ἡ, τὸ καλύπτειν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 22, Ἡσύχ. ἐν λ. στρέφωσις.