καμακίας
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
σῖτος, ὁ, corn A which makes too much straw, Thphr.HP 8.7.4.
German (Pape)
[Seite 1315] σῖτος, eine Getreideart, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰκίας: σῖτος, ὁ, εἶδος μακροῦ σίτου, δηλ. ἔχοντος μακρὰν καλάμην, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 7, 4.
Greek Monolingual
καμακίας, ὁ (Α)
φρ. «καμακίας σῑτος» — είδος σίτου με μακρύ καλάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, -ακος + κατάλ. -ίας].