κατάβρωσις
From LSJ
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
English (LSJ)
εως, ἡ, A eating up, devouring, LXXGe.31.15.
German (Pape)
[Seite 1341] ἡ, das Verzehren, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατάβρωσις: -εως, καταβρόχθισις, «καταφάγωμα», Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ΄, 15).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de dévorer.
Étymologie: καταβιβρώσκω.