κατατρεπτικῶς
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
A v. καταστρεπτικῶς.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρεπτικῶς: Ἐπίρρ., ἀναστρόφως, ἀνατρεπτικῶς, ὅσα εἰσὶν ὁρμῆς κινητικὰ ἀνετικῶς ἐφ’ ἕτερα καὶ μὴ κ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 150.