κλεψίνυμφος

Revision as of 09:22, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = κλεψίγαμος, Lyc.1116.

German (Pape)

[Seite 1449] heimlich heirathend, ehebrecherisch, Lycophr. 1116.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίνυμφος: -ον, = κλεψίγαμος, Λυκόφρ. 1116.

Greek Monolingual

κλεψίνυμφος, -ον (Α)
κλεψίγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό-νυμφος, νεό-νυμφος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].