κλεψίνυμφος
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
κλεψίνυμφον, = κλεψίγαμος, Lyc.1116.
German (Pape)
[Seite 1449] heimlich heirathend, ehebrecherisch, Lycophr. 1116.
Greek (Liddell-Scott)
κλεψίνυμφος: -ον, = κλεψίγαμος, Λυκόφρ. 1116.
Greek Monolingual
κλεψίνυμφος, -ον (Α)
κλεψίγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος, νεόνυμφος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].