κλεψίνυμφος

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεψίνυμφος Medium diacritics: κλεψίνυμφος Low diacritics: κλεψίνυμφος Capitals: ΚΛΕΨΙΝΥΜΦΟΣ
Transliteration A: klepsínymphos Transliteration B: klepsinymphos Transliteration C: klepsinymfos Beta Code: kleyi/numfos

English (LSJ)

κλεψίνυμφον, = κλεψίγαμος, Lyc.1116.

German (Pape)

[Seite 1449] heimlich heirathend, ehebrecherisch, Lycophr. 1116.

Greek (Liddell-Scott)

κλεψίνυμφος: -ον, = κλεψίγαμος, Λυκόφρ. 1116.

Greek Monolingual

κλεψίνυμφος, -ον (Α)
κλεψίγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος, νεόνυμφος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].