κραυγαστικός

From LSJ
Revision as of 09:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγαστικός Medium diacritics: κραυγαστικός Low diacritics: κραυγαστικός Capitals: ΚΡΑΥΓΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kraugastikós Transliteration B: kraugastikos Transliteration C: kravgastikos Beta Code: kraugastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A vociferous, Procl.Par.Ptol.230, Sch.Il. 1.575; τὸ κ. Sch.Ar.Pax1078. Adv. -κῶς Sch.Ar.Eq.485.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ κραυγάζῃ, «φωνακλᾶς», κραυγαστικούς, πλήκτας, προπετεῖς Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 230, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 575, κτλ. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 485.

Greek Monolingual

κραυγαστικός, -ή, -όν (Α) κραυγάζω
1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν
η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, του φωνακλά.