λατρώδης
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
ες, A servile, Vett.Val.5.26, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
λατρώδης, -ῶδες (Α) λάτρον
δουλικός, υπηρετικός.