λατρώδης
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
λατρῶδες, servile, Vett.Val.5.26, Heph.Astr.1.1.
Greek Monolingual
λατρώδης, -ῶδες (Α) λάτρον
δουλικός, υπηρετικός.