λοιπάς
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
άδος, ἡ, A remainder, PTeb.112.50 (ii B. C., λοπ- Pap.), PAmh.2.152.3 (v/vi A. D.), etc.
Greek (Liddell-Scott)
λοιπάς: -άδος, ἡ, τὸ ὑπόλοιπον, καθυστέρημα, ἔλλειμμα ὀφειλῆς, Λατ. reliqua, Ἐκκλ. Βυζ.
Greek Monolingual
λοιπάς, -άδος, ἡ (ΑM)
έλλειμμα οφειλής μετά την πληρωμή του μεγαλύτερου ποσού, υπόλοιπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιπός.
ΠΑΡ. αρχ. λοιπάδιος
αρχ.-μσν.
λοιπαδάριον, λοιπάζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λοιπογραφώ. (Β' συνθετικό) αρχ. υπολοιπάς].