λινεύω
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
A catch with nets, λ. γυργαθοῖς Peripl.M.Rubr.15.
German (Pape)
[Seite 49] mit Garnen oder Netzen fangen, Arr.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνεύω: ἁλιεύω, «ψαρεύω», καὶ γυργάθοις λινεύουσιν, ἀντὶ δικτύων αὐτοὺς καθιέντες Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 10.
Greek Monolingual
λινεύω (Α) λίνον
συλλαμβάνω με τα δίχτια, αλιεύω, ψαρεύω.