μεγαλόστομος

From LSJ
Revision as of 12:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόστομος Medium diacritics: μεγαλόστομος Low diacritics: μεγαλόστομος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: megalóstomos Transliteration B: megalostomos Transliteration C: megalostomos Beta Code: megalo/stomos

English (LSJ)

ον,    A with large mouth, Arist.PA662a25.

German (Pape)

[Seite 107] großmündig, großmäulig; Arist. part. an. 3, 1; Schol. Pind. N. 1, 61.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόστομος: -ον, ὁ ἔχων μέγα στόμα, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 12.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόστομος, -ον)
αυτός που έχει μεγάλο στόμα
νεοελλ.
αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + στόμα (πρβλ. αυθαδό-στομος)].

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόστομος: большеротый, с большой пастью (ζῷα Arst.).