μελανοδοχεῖον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
τό, A inkstand, Aq.Ez.9.2:—also μελᾰνο-δόχον, Poll.10.60; and μελᾰνο-δόκον, PLond.2.402v25 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοδοχεῖον: τό, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «καλαμάρι», Πολυδ. Ι΄, 60 (Ἀντίγρ. μελανοδόχον).