μυσκέλενδρα
From LSJ
English (LSJ)
τά, A mouse-dung, Dsc.Eup.2.118, Poll.5.91, Hsch.: sg., Phot. (μυσικ- cod.): Att. word, acc. to Moer.p.264 P.
Greek Monolingual
μυσκέλενδρα, τὰ (Α)
περιττώματα ποντικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός». Η λ. συνδέεται πιθ. με λατ. muscerda (πρβλ. λ. σκώρ) ή σχηματίστηκε κατ' επίδρασιν του σκολοπένδρα «είδος σκουληκιού»].