μυόβρωτος

From LSJ
Revision as of 13:03, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠόβρωτος Medium diacritics: μυόβρωτος Low diacritics: μυόβρωτος Capitals: ΜΥΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: myóbrōtos Transliteration B: myobrōtos Transliteration C: myovrotos Beta Code: muo/brwtos

English (LSJ)

ον,    A devoured by mice, POsl.52.5 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

μυόβρωτος: -ον, ὁ ὑπὸ μυῶν καταβρωθείς, Βασιλ. Αὐτοκρ. Πρόχειρ. σ. 106, 3.

Greek Monolingual

μυόβρωτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που φαγώθηκε από τα ποντίκια, ποντικοφαγωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντίκι» + -βρωτος (< βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ιχθυό-βρωτος].