ναοδόμος

From LSJ
Revision as of 13:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱοδόμος Medium diacritics: ναοδόμος Low diacritics: ναοδόμος Capitals: ΝΑΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: naodómos Transliteration B: naodomos Transliteration C: naodomos Beta Code: naodo/mos

English (LSJ)

ον, (δέμω)    A temple-building, τέχνη Epigr.Gr.409.4 (Arycanda).

Greek (Liddell-Scott)

νᾱοδόμος: -ον, (δέμω) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ.

Greek Monolingual

ναοδόμος, -ον (Α)
αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομίαναοδόμος τέχνη», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, οικο-δόμος.