ναυλοχία

From LSJ
Revision as of 13:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυλοχία Medium diacritics: ναυλοχία Low diacritics: ναυλοχία Capitals: ΝΑΥΛΟΧΙΑ
Transliteration A: naulochía Transliteration B: naulochia Transliteration C: navlochia Beta Code: nauloxi/a

English (LSJ)

ἡ,    A anchorage, esp. of pirates, App.Mith.92.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, das Vorankerliegen, bes. um einem Feinde aufzulauern, App. Mithr. 92.

Greek (Liddell-Scott)

ναυλοχία: ἡ, τὸ ναυλοχεῖν, κυρίως, τὸ παραμένειν ἐντὸς μυχοῦ καὶ ἐνεδρεύειν τὸν ἐχθρόν: τόπος ἔνθα ἐνεδρεύουσι πλοῖα λῃστῶν τῆς θαλάσσης, πειρατῶν, Ἀππ. Μιθρ. 92.

Greek Monolingual

ναυλοχία, ἡ (Α) ναύλοχος
1. (γενικά) παραμονή πλοίων σε όρμο ή μυχό
2. (ειδικά) τόπος όπου ενεδρεύουν πλοία πειρατών.