νεόκουρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A newly shorn, πρόβατα PMasp.141 iii a2, al. (vi A.D.).
Greek Monolingual
νεόκουρος, -ον (Α)
αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα («νεόκουρα πρόβατα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. φυλό-κουρος].
Full diacritics: νεόκουρος | Medium diacritics: νεόκουρος | Low diacritics: νεόκουρος | Capitals: ΝΕΟΚΟΥΡΟΣ |
Transliteration A: neókouros | Transliteration B: neokouros | Transliteration C: neokouros | Beta Code: neo/kouros |
ον, A newly shorn, πρόβατα PMasp.141 iii a2, al. (vi A.D.).
νεόκουρος, -ον (Α)
αυτός που κουρεύτηκε πρόσφατα («νεόκουρα πρόβατα», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. φυλό-κουρος].