Full diacritics: νυμφώδης | Medium diacritics: νυμφώδης | Low diacritics: νυμφώδης | Capitals: ΝΥΜΦΩΔΗΣ |
Transliteration A: nymphṓdēs | Transliteration B: nymphōdēs | Transliteration C: nymfodis | Beta Code: numfw/dhs |
ες, A of marriageable age, Sammelb.6178.4(dub.).
νυμφώδης, -ῶδες (Α) νύμφη
αυτός που βρίσκεται σε ηλικία γάμου.