νηλίπεζος
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
ον, A barefooted, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
νηλίπεζος: -ον, = νηλίπους, ἀνυπόδητος, γυμνόπους, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νηλίπεζος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀνυπόδητος, γυμνόπους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < αμάρτυρο νηλιπόπεζος < νήλιπος + -πεζος (< πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. με σημ. «πόδι» < πούς) με απλολογία (πρβλ. τετράπεζα > τράπεζα)
βλ. και λ. νηλίπους.
English (Woodhouse)
barefoot, barefooted, with bare feet, without shoe, without shoes