ξενοτάφιον
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
[ᾰ], τό, A gloss on πολυάνδριον, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοτάφιον: κοιμητήριον πρὸς ταφὴν ξένων, ὡς ξένον ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ ξενοταφίῳ Ἰω. Μόσχ. ἐν τῷ Λειμωναρ. 88, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. πολυάνδριον.
Greek Monolingual
ξενοτάφιον, τὸ (ΑΜ)
τόπος για ταφή ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τάφος (πρβλ. κενοτάφιον)].