ξενήκουστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A foreign, of words, Hdn.Epim.3.
Greek (Liddell-Scott)
ξενήκουστος: -ον, ξένος εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ συνήθης, παράδοξος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.
Greek Monolingual
ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ ξενάκουστος, -ον)
αυτός που ακούγεται παράξενα, ασυνήθιστος, παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀκουστός (< ἀκούω). Το -η- του τ. ξενήκουοτος οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει, πρβλ. ανάκουοτος / ανήκουστος].