οἰνόγαλα
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ακτος, τό, A milk mixed with wine, Hp.Mul.1.80 (v.l. ὀνείῳ γάλακτι), Epid.7.82.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνόγᾰλα: ακτος, τό, γάλα μεμιγμένον μετ’ οἴνου, Ἱππ. 629. 51, 123Β· ὁ Cornarius ὄνου γάλα.
Greek Monolingual
το (Α οἰνόγαλα, -ακτος) ποτό που αποτελείται από οίνο και γάλα
νεοελλ.
γάλα που έχει υποστεί οινοπνευματική ζύμωση.