οἰκόθετος
From LSJ
Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät
English (LSJ)
ον, A laid up at home, i.e. one's own, δύναμις Pi.Pae. 1.4.
English (Slater)
οἰκόθετος, -ον
1 stored in one's home ἰδὼν δύναμιν οἰκόθετον (Pae. 1.4)
Greek Monolingual
οἰκόθετος, -ον (Α)
εγγενής («οἰκόθετος δύναμις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. αστρό-θετος, σημό-θετος].