οὐλαμηφόρος

From LSJ
Revision as of 14:06, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλᾰμηφόρος Medium diacritics: οὐλαμηφόρος Low diacritics: ουλαμηφόρος Capitals: ΟΥΛΑΜΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: oulamēphóros Transliteration B: oulamēphoros Transliteration C: oulamiforos Beta Code: ou)lamhfo/ros

English (LSJ)

ον,    A bringing an army, warlike, πεῦκαι Lyc.32.

German (Pape)

[Seite 412] ein Kriegsheer bringend, führend, Lycophr. 32.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλᾰμηφόρος: -ον, ὁ φέρων οὐλαμὸν ἢ στρατόν, πολεμικός, πεύκῃσιν οὐλαμηφόροις «ταῖς ὀλεθρίαις, ἢ ταῖς οὐλαμὸν καὶ πόλεμον φερούσαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 32.

Greek Monolingual

οὐλαμηφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ουλαμό, δηλ. στρατό, πολεμικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + συνδετικό φωνήεν -η- + -φόρος].