τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Full diacritics: πανᾱγορία | Medium diacritics: παναγορία | Low diacritics: παναγορία | Capitals: ΠΑΝΑΓΟΡΙΑ |
Transliteration A: panagoría | Transliteration B: panagoria | Transliteration C: panagoria | Beta Code: panagori/a |
ἡ, A = πανήγυρις, Schwyzer657.21 (Tegea, iv B. C., pl.).
παναγορία, ἡ (Α)
πανήγυρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + συνεσταλμένη βαθμ. αγορ- του ἀγείρω (με αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -r- ως -ορ- στην αιολική - αρκαδική διάλ., πρβλ. Ησύχ.: μβροτός και ἄγορρις
ἀγορά, + κατάλ. -ία].