παραδιαστολή

From LSJ
Revision as of 15:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδιαστολή Medium diacritics: παραδιαστολή Low diacritics: παραδιαστολή Capitals: ΠΑΡΑΔΙΑΣΤΟΛΗ
Transliteration A: paradiastolḗ Transliteration B: paradiastolē Transliteration C: paradiastoli Beta Code: paradiastolh/

English (LSJ)

ἡ, in Rhet.,    A putting together of dissimilar things, as a figure, Quint.Inst.9.3.65, Rutil.1.4, Isid.Etym.2.21.9.

German (Pape)

[Seite 476] ἡ, = παραδιάζευξις, rhetorische Figur, Quint. 9, 3.

Greek (Liddell-Scott)

παραδιαστολή: ἡ, σχῆμα ῥητορικὸν καθ’ ὃ δύο παρόμοια πράγματα ἀλλὰ διαφέροντα κατά τι παρατίθενται καὶ διακρίνονται ἀπ’ ἀλλήλων, Quintil. 9. 3, 65, Rutil. Lup. 1. 4.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ρητορικό σχήμα κατά το οποίο παρατάσσονται ανόμοια πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + διαστολή.