παροξυντέον
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
English (LSJ)
A one must make paroxytone, Poll.1.55.
Greek (Liddell-Scott)
παροξυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παροξύνω, δεῖ παροξύνειν, «τρισκαιδεκαέτης, παροξυντέον» Πολυδ. Α΄, 55.