πενταπλασίων
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A = πενταπλάσιος, c. gen., J.AJ 12.2.8, Ael.NA16.12, Heliod. in EN98.25 ; πενταπλασίονα ἀποτεῖσαι to make five-fold restitution, Plu.2.846c.
German (Pape)
[Seite 557] ονος, = πενταπλάσιος, Sp.
Greek Monolingual
-ον, Α
ο πενταπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενταπλάσιος + κατάλ. συγκριτ. -ιων (πρβλ. μυριο-πλασίων)].