πεζολόγος

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζολόγος Medium diacritics: πεζολόγος Low diacritics: πεζολόγος Capitals: ΠΕΖΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pezológos Transliteration B: pezologos Transliteration C: pezologos Beta Code: pezolo/gos

English (LSJ)

ὁ,    A prosewriter, A.D.Pron.65.27, Phlp. in Cat.24.34, EM424.24.

German (Pape)

[Seite 542] sich in Prosa ausdrückend, sprechend oder schreibend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεζολόγος: -ον, ὁ λαλῶν ἢ γράφων ἐν πεζῷ λόγῳ, Εὐστ. 1067. 41, Ἐτυμολ. Μέγ., κτλ.: οὕτω πεζο-λέκτης, ου, ὁ, Εὐστ. 569. 7. ― Ῥῆμα πεζολογέω, ὁμιλῶ ἢ γράφω εἰς πεζὸν λόγον, ὁ αὐτ. 4. 28· καὶ πεζολεκτέω, 1424. 15· ― οὐσιαστ. πεζολογία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, 1888. 1. ― Ἐπίρρ., πεζολογικῶς, ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ, 1533. 30.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
αυτός που γράφει ή μιλά σε πεζό και όχι έμμετρο λόγο
νεοελλ.
αυτός που γράφει ή μιλά χωρίς ποιητικότητα, καλαισθησία ή πρωτοτυπία, μονότονος και φτωχός στο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -λόγος].