πιστήριον
From LSJ
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
English (LSJ)
τό, A = ποτιστήριον, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 620] τό, = ποτιστήριον, Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
πιστήριον: τό, = ποτιστήριον Φώτ.
Greek Monolingual
τὸ, Α πιστήρ
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ποτιστήριον».