πλουτιστής
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who enriches, IGRom.3.204 (Ancyra), CIG4018 (ibid.).
Greek Monolingual
ο, ΝΑ πλουτίζω
αυτός που καθιστά κάποιον πλούσιο.