ποίμνιος

From LSJ
Revision as of 17:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποίμνιος Medium diacritics: ποίμνιος Low diacritics: ποίμνιος Capitals: ΠΟΙΜΝΙΟΣ
Transliteration A: poímnios Transliteration B: poimnios Transliteration C: poimnios Beta Code: poi/mnios

English (LSJ)

α, ον,    A frequented by flocks, ἄλση E.Fr.740.5 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ποίμνιος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ ποιμνίων συχναζόμενος, ἄλση Εὐρ. Ἀποσπ. 740.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ποίμνη
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο συχνάζουν ποίμνια
2. ως κύριο όν. Ποίμνιος
προσωνυμία του Απόλλωνος κυρίως στην Αρκαδία.

Russian (Dvoretsky)

ποίμνιος: пастбищный (ἄλση Eur.).