ποικιλόγραμμος

From LSJ
Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόγραμμος Medium diacritics: ποικιλόγραμμος Low diacritics: ποικιλόγραμμος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΓΡΑΜΜΟΣ
Transliteration A: poikilógrammos Transliteration B: poikilogrammos Transliteration C: poikilogrammos Beta Code: poikilo/grammos

English (LSJ)

ον,    A striped, Arist.Fr.296.

German (Pape)

[Seite 649] mit bunten Linien, Arist. bei Ath. VII, 327 f, διὰ τὸ μελαίναις γραμμαῖς πεποικίλθαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόγραμμος: -ον, ὁ πεποικιλμένος διὰ γραμμῶν, ὁ πλήρης ποικίλων γραμμῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 328.

Greek Monolingual

-ο / ποικιλόγραμμος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει ποικίλες γραμμές, διαφόρων ειδών γραμμές, ραβδωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -γραμμος (< γραμμή)].

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόγραμμος: с черными линиями или полосами Arst.