πολιοπλόκαμος

From LSJ
Revision as of 17:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιοπλόκᾰμος Medium diacritics: πολιοπλόκαμος Low diacritics: πολιοπλόκαμος Capitals: ΠΟΛΙΟΠΛΟΚΑΜΟΣ
Transliteration A: polioplókamos Transliteration B: polioplokamos Transliteration C: polioplokamos Beta Code: polioplo/kamos

English (LSJ)

ον,    A greyhaired, Q.S.14.14.

German (Pape)

[Seite 655] mit grauen Locken, Haaren, Qu. Sm. 14, 14.

Greek (Liddell-Scott)

πολιοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς πλοκάμους τῆς κόμης πολιούς, ἀσπρομάλλης, Κόϊντ. Σμ. 14, 14, Χρησμ. Σιβ. 11. 68.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολιούς πλοκάμους, γκρίζες πλεξίδες στο κεφάλι του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + πλόκαμος (πρβλ. μελανο-πλόκαμος, χρυσο-πλόκαμος)].