πολίπορθος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
English (LSJ)
A f.l. for πτολίπ- (q.v.).
German (Pape)
[Seite 656] (πέρθω), Städte zerstörend, s. πτολίπορθος.
Greek (Liddell-Scott)
πολίπορθος: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ πτολίπ-, ὃ ἴδε.