ποινῆτις

From LSJ
Revision as of 17:49, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινῆτις Medium diacritics: ποινῆτις Low diacritics: ποινήτις Capitals: ΠΟΙΝΗΤΙΣ
Transliteration A: poinē̂tis Transliteration B: poinētis Transliteration C: poinitis Beta Code: poinh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,    A avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de ποινητήρ.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆ-τις)].

Greek Monotonic

ποινῆτις: -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποινῆτις: ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. Ἐρινύς Anth.).

Middle Liddell

ποινῆτις, ιδος, ἡ, ποινάω
avenging, Anth.