πολύστροιβος

From LSJ
Revision as of 18:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστροιβος Medium diacritics: πολύστροιβος Low diacritics: πολύστροιβος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΡΟΙΒΟΣ
Transliteration A: polýstroibos Transliteration B: polystroibos Transliteration C: polystroivos Beta Code: polu/stroibos

English (LSJ)

ον,    A much-tossed, tempestuous, θάλασσα, Νεῖλος, Nic.Al.6, Th. 310.

Greek Monolingual

-ον, ποιητ. τ. και μτγν. τ. πολύστροβος, Α
(για θάλασσα, ποταμό) αυτός που πραγματοποιεί πολλές συστροφές, ταραχώδης, τρικυμιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στρόβος «συστροφή, περιστροφή»].