πολύχεσος

From LSJ
Revision as of 18:10, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠχεσος Medium diacritics: πολύχεσος Low diacritics: πολύχεσος Capitals: ΠΟΛΥΧΕΣΟΣ
Transliteration A: polýchesos Transliteration B: polychesos Transliteration C: polychesos Beta Code: polu/xesos

English (LSJ)

ον, (χέζω):    A π. νόσημα diarrhoea, Com. Adesp. 19.

German (Pape)

[Seite 677] den Durchfall habend, νόσος, der Durchfall, Suid. aus einem Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχεσος: -ον, (χέζω)· πολύχεσον νόσημα, ἡ διάρροια, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 365, Σουΐδ. ἐν λ. ἀπηλλάγησαν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που επιφέρει πολλές κενώσεις, που προκαλεί συχνές αποπατήσεις («ἀπηλλάγημεν πολυχέσου νοσήματος», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χέζω + επίθημα -σος, κατά το κόμπα-σος].