ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: πορφῠρόνωτος | Medium diacritics: πορφυρόνωτος | Low diacritics: πορφυρόνωτος | Capitals: ΠΟΡΦΥΡΟΝΩΤΟΣ |
Transliteration A: porphyrónōtos | Transliteration B: porphyronōtos | Transliteration C: porfyronotos | Beta Code: porfuro/nwtos |
ον, A purple-backed, φᾶρος Nonn.D.44.56.
πορφῠρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.
-ον, Α
φρ. «φᾶρος πορφυρόνωτον» — ένδυμα με πορφυρό χρώμα στην πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + νῶτον (πρβλ. ποικιλό-νωτος)].