προβατοδόρας

Revision as of 18:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A sheep-flayer, name of the month Αηναιών, Procl.ad Hes.Op.502.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοδόρας: -ου, ὁ, ὁ ἐκδέρων τὰ πρόβατα, ἕτερον ὄνομα τοῦ μηνὸς Ληναιῶνος, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 504.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. ο γδάρτης προβάτων
2. άλλη ονομασία για τον μήνα του ιωνικού ημερολογίου Ληναιών, που ήταν αντίστοιχος του αττικού Γαμηλιώνος και κατά τον οποίο τελούσαν τα Λήναια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -δόρας / -δόρος (< δορός / δορά < δέρω «γδέρνω»)].