δορός
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ὁ, (δέρω)
A leather bag or wallet, Od.2.354, 380.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
boto de cuero, odre ἐϋρραφέεσσι δοροῖσιν Od.2.354, cf. 380, glos. a σαγήνη Sch.Opp.C.1.157.
• Etimología: Nombre en grado o de la r. de δέρω q.u.
German (Pape)
[Seite 658] ὁ (δέρω), lederner Schlauch, poet. = pros. θύλακος, Apoll. Lex. Homer. p. 59, 31. Bei Homer δορός zweimal, Odyss. 2, 354. 380 ἐν δέ μοι (οἱ) ἄλφιτα χεῦον (χεῦεν) ἐυ ρραφέεσσι δοροῖσιν, vgl. Apoll. l. c. u. Scholl.
French (Bailly abrégé)
1οῦ (ὁ) :
sac de cuir.
Étymologie: R. Δαρ, écorcher ; cf. δέρω.
2gén. poét. de δόρυ.
Russian (Dvoretsky)
δορός:
I ὁ δέρω кожаный мех, мешок Hom.
II Soph., Eur. gen. к δόρυ.
Greek (Liddell-Scott)
δορός: ὁ, (δέρω) δερμάτινος σάκκος, «ταγάρι», Ὀδ. Β. 354, 380.
English (Autenrieth)
(δέρω): leather bag, Od. 2.354 and 380.
Greek Monolingual
δορός, ο (Α)
δερμάτινος σάκκος, ταγάρι.
Greek Monotonic
δορός: ὁ (δέρω), δερμάτινος σάκος, ταγάρι, σε Ομήρ. Οδ.