προδιακρίνω
From LSJ
English (LSJ)
A v.l. for προδιευκρινέω (q.v.).
German (Pape)
[Seite 715] (s. κρίνω), vorher unterscheiden, Sext. Emp. pyrrh. 2, 69.
Greek (Liddell-Scott)
προδιακρίνω: διακρίνω πρότερον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 68· Βεκκῆρ. προδιευκρινέω.
Greek Monolingual
Α
(πιθ. δ. ανάγν.) προδιευκρινῶ.
Russian (Dvoretsky)
προδιακρίνω: предварительно различать Sext.