προδικάζω

Revision as of 18:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A judge beforehand, Ph.1.603:—Med., Poll.8.24:— Pass., δίκας τὰς προδεδικασμίνας IG5(2).343.15 (Orchom. Arc., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 716] vorher richten (?).

Greek (Liddell-Scott)

προδῐκάζω: δικάζω, κρίνω πρότερον, Φίλων 1. 603. ― Μέσ., Πολυδ. Η΄, 24.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
δικάζω, κρίνω κάποιον ή κάτι εκ τών προτέρων («δίκας τὰς προδεδικασμένας», επιγρ.)
νεοελλ.
1. εκφέρω γνώμη για ένα ζήτημα του οποίου η έκβαση δεν είναι ακόμη γνωστή, προεξοφλώ.