προσπαραφύομαι
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
Pass. with pf. Act. -πέφῡκα, A to be attached at the side, Sor.1.12.
Greek (Liddell-Scott)
προσπαραφύομαι: Παθ., μετ’ ἀορ. β´ καὶ πρκμ. ἐνεργ., παραφύομαι πρός τι, Σωραν. ἐν τῷ Ideler Phys. 1. 256.
Greek Monolingual
Α
προσαρτώμαι, προσκολλώμαι στην πλευρά κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + παραφύομαι «βλαστάνω παραπλεύρως»].