πτερυγοτόμος

From LSJ
Revision as of 21:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτερῠγοτόμος Medium diacritics: πτερυγοτόμος Low diacritics: πτερυγοτόμος Capitals: ΠΤΕΡΥΓΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pterygotómos Transliteration B: pterygotomos Transliteration C: pterygotomos Beta Code: pterugoto/mos

English (LSJ)

ὁ,    A instrument for this purpose, ibid., Paul.Aeg.6.18 (also -τόμον, τό, Hermes 38.283).

German (Pape)

[Seite 809] bei Paul. Aeg. ein Instrument, die πτερύγια im Augenwinkel aufzuschneiden.

Greek (Liddell-Scott)

πτερῠγοτόμος: ὁ, ἐργαλεῖον πρὸς ἀποτομὴν πτερυγίου (ΙΙ. 7), Παῦλ. Αἰγ. 6. 18· - πτερυγοτομία, ἡ, ἡ τοιαύτη ἐγχείρησις, Ἰατρικ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

ὁ, Α χειρουργικό εργαλείο για την αποκοπή πτερυγίων τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρυξ, -υγος + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμο-τόμος.