σιτοφυλακεῖον
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (LSJ)
τό, A granary, Suid.
German (Pape)
[Seite 886] τό, Ort, Gefäß, worin Getreide aufbewahrt wird (?).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοφῠλᾰκεῖον: τό, ἀποθήκη σίτου, σιτοβολών, Σουΐδ.
Greek Monolingual
τὸ, Α σιτοφύλαξ, -ακος]]
1. (κατά το λεξ. Σούδα) σιταποθήκη
2. σιτοβολώνας.