ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: σογκώδης | Medium diacritics: σογκώδης | Low diacritics: σογκώδης | Capitals: ΣΟΓΚΩΔΗΣ |
Transliteration A: sonkṓdēs | Transliteration B: sonkōdēs | Transliteration C: sogkodis | Beta Code: sogkw/dhs |
ες, A like the plant σόγκος, Thphr.HP6.4.5.
[Seite 912] ες, von der Art der Pflanze σόγκος, ihr ähnlich, Diosc.
σογκώδης: -ες, (εἶδος) ὄνομα τοῦ φυτοῦ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 5.