σκώπτης

From LSJ
Revision as of 22:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκώπτης Medium diacritics: σκώπτης Low diacritics: σκώπτης Capitals: ΣΚΩΠΤΗΣ
Transliteration A: skṓptēs Transliteration B: skōptēs Transliteration C: skoptis Beta Code: skw/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A scoffer, Archig. ap. Aët.6.8, EM593.7, Suid.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, Nachäffer, der Andere durch Nachäffen verhöhnt, gew. Spötter, Spaßmacher, Suid. erkl. λοίδορος.

Greek (Liddell-Scott)

σκώπτης: -ου, ὁ, (σκώπτω) ὁ σκώπτων, λέγων ἀστεῖα καὶ πειράζων ἢ περιπαίζων, Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑ
αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ- του σκώπτω + κατάλ. -της / -τρια].